- πλειονάζω
- πλειον-άζω,A have more than one meaning or application, Alex.Aphr. in Top.428.13.2 to be in excess, IG5(1).1390.39 (Andania, i B.C.). (Cf. πλεονάζω.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλειονάζω — Α βλ. πλεονάζω … Dictionary of Greek
πλειονάζειν — πλειονάζω have more than one meaning pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek